περιηγητοῦ

περιηγητοῦ
περιηγητής
one who guides strangers
masc gen sg
περιηγητός
with a border round it
masc/fem/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • λιθικός — ή, ό (AM λιθικός, ή, όν) [λίθος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους λίθους νεοελλ. φρ. «λιθική εποχή» η εποχή τής προϊστορίας τού ανθρώπου και τής ανάπτυξης τής βιοτεχνίας και τού πολιτισμού του, κατά την οποία ως κύριο υλικό κατασκευής… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”